- ἀνθέρικον
- ἀνθέρικοςflowering stem of asphodelmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθέρικον — (anthericum). Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών. Φύονται σε όλη την υδρόγειο εκτός από την Αυστραλία. Είναι ωραία στην εμφάνιση φυτά, γι’ αυτό και καλλιεργούνται ως διακοσμητικά. Το κυριότερο καλλιεργούμενο είδος είναι το α … Dictionary of Greek